Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταινιώδης — ῶδες, Α [ταινία] ταινιοειδής … Dictionary of Greek
ταινιῶδες — ταινιώδης masc/fem voc sg ταινιώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)